- φρίσσουσα
- φρί̱σσουσα , φρίσσωto be roughpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)φρίζωfut part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φρίττω — και φρίσσω ΝΜΑ, και φρίζω Α [φρίξ, φρικός] 1. (για υδάτινη επιφάνεια) κυματίζω ελαφρά 2. (κατ επέκτ.) κινούμαι ελαφρά, κυματίζω («πεύκη φρίσσουσα ζεφύροις», Ανθ. Παλ.) 3. ριγώ, ανατριχιάζω, τρεμουλιάζω από ψύχος, πυρετό, φόβο ή έντονη συγκίνηση… … Dictionary of Greek
φρίσσουσ' — φρί̱σσουσα , φρίσσω to be rough pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) φρί̱σσουσι , φρίσσω to be rough pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) φρί̱σσουσι , φρίσσω to be rough pres ind act 3rd pl (attic epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)